Η αγορά της Κίνας αποδεικνύεται ιδιαίτερα επωφελής για τις εξαγωγές ελαιολάδου από χώρες της Ε.Ε., με την Ελλάδα και την Ισπανία να καταγράφουν σημαντική άνοδο στις πωλήσεις τους προς τον «σινικό γίγαντα» το 2011, και την Ιταλία να εμφανίζει στασιμότητα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat που περιλαμβάνονται σε έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Πρεσβείας Ελλάδος στο Πεκίνο, οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου στην Κίνα αυξήθηκαν σε ετήσια βάση (2010-2011) 54% σε όγκο και 38% σε αξία.
Στην έκθεση, επισημαίνεται ότι η αγορά της Κίνας είναι, προς το παρόν, περιορισμένη και εντοπίζεται στις μεγάλες πόλεις.
Τα κανάλια διανομής είναι κατατμημένα σε εισαγωγείς μικρού μεγέθους και περιορισμένης γεωγραφικής εμβέλειας.
Επίσης, δεδομένου του μικρού μεγέθους της αγοράς ελαιολάδου, η εισαγωγή και διανομή του χαρακτηρίζεται από ευμετάβλητες συνθήκες εισόδου και εξόδου των εμπλεκόμενων στην αγορά, χαρακτηριστικό που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο για τους εξαγωγείς, οι οποίοι θα πρέπει να επιλέγουν συνεργάτες κατόπιν ενδελεχούς ελέγχου.
Στην έκθεση αναφέρεται ακόμα ότι η τιμή του ελαιολάδου κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, τόσο σε απόλυτα μεγέθη, όσο και συγκριτικά με τα υπόλοιπα βρώσιμα φυτικά έλαια, ενώ παρουσιάζονται μεγάλες αποκλίσεις στην τιμή για την ίδια ποιότητα και ποσότητα ελαιολάδου.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι συσκευασία ενός λίτρου ελαιολάδου πωλείται κατά μέσο όρο προς 90-110 RMB (100RMB = 12 ευρώ), όταν αντίστοιχη ποσότητα σογιέλαιου τιμολογείται 10-13 RMB.
Το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Πρεσβείας Ελλάδος στο Πεκίνο εκτιμά ότι η αγορά ελαιολάδου στη Κίνα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς για να καλύψει τις ανάγκες μιας αναδυόμενης καταναλωτικής ομάδας, με υψηλό εισόδημα, που έχει στρέψει το ενδιαφέρον της στην υιοθέτηση μιας πιο υγιεινής διατροφής.
Το ελαιόλαδο, ως βασικό συστατικό στοιχείο της μεσογειακής διατροφής, μπορεί να αναδειχθεί ως μια υγιεινή καθημερινή «πολυτέλεια» για ένα ευάριθμο κομμάτι των Κινέζων καταναλωτών, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει καθημερινή διατροφική συνήθεια για την πλειονότητα, λόγω της υψηλής τιμής του.
Από ελληνικής πλευράς, εκτιμάται ότι η αύξηση ή έστω διατήρηση του μεριδίου αγοράς θα επιτευχθεί μέσα από τη βελτίωση του εξαγόμενου προϊοντικού μείγματος και την ανάδειξη των πλεονεκτημάτων της μεσογειακής διατροφής, εν γένει, μέσα από προωθητικές ενέργειες μεγάλης και μικρής έντασης.
Όσον αφορά τους παραγωγούς ή εμπόρους ελαιολάδου, υπογραμμίζεται η σημασία εξεύρεσης ενός αξιόπιστου συνεργάτη με γνώση της αγοράς και δυνατότητα προώθησης του προϊόντος στις αλυσίδες λιανικής, τους χώρους μαζικής εστίασης, αλλά και ως επιχειρηματικό δώρο σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Στην έκθεση τονίζεται ότι η κατοχύρωση του εμπορικού σήματος είναι απόλυτη προτεραιότητα και συνιστάται να ολοκληρωθεί η διαδικασία πριν τη δραστηριοποίηση στην κινεζική αγορά.
Επισημαίνεται, τέλος, ότι τα εισαγόμενα προϊόντα, κατά την είσοδό τους στην Κίνα, επιθεωρούνται, ώστε να μπορέσουν να λάβουν το Υγειονομικό Πιστοποιητικό από την Αρμόδια Αρχή AQSIQ (General Administration of Quality Supervision, Inspection and Quarantine). Από τη στιγμή που θα λάβουν αυτό το πιστοποιητικό ξεκινάει η διαδικασία εκτελωνισμού.